ὑπερτέλλων

ὑπερτέλλων
ὑπερτέλλω
rise over
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερτέλλω — Α 1. (κυρίως για τον ήλιο) ανυψώνομαι πάνω από κάτι, ανατέλλω 2. φαίνομαι πάνω από κάτι («φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων», Ευρ.) 3. (για λίθο) κρέμομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου («Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾱται», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”